- ποταωον
- ποταῷονποτᾱῷον(τό) adv. дор. = * προσηῷον См. προσηωον
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσηώος — και δωρ. τ. ποταῷος, α, ον, Α στραμμένος προς την Ανατολή (α. «καὶ τὸ ποταῷον τὸ Λακίνιον», Θεόκρ. β. «προσηῴους δαίμονες», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * / ποτ (βλ. λ. ποτί) + ἠῷος / ἑῶος (< ἠώς / ἕως «αυγή»] … Dictionary of Greek